- φλεόντων
- φλέωteem with abundancepres part act masc/neut gen pl (epic doric ionic aeolic)φλέωteem with abundancepres imperat act 3rd pl (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπέρφευ — Α επίρρ. υπέρμετρα, καταπληκτικά, πάρα πολύ (α. «φλεόντων δωμάτων ὑπέρφευ», Αισχύλ. β. «τί τὴν τυραννίδα τιμᾷς ὑπέρφευ;», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + φεῦ, επιφώνημα πόνου, αγανάκτησης, θαυμασμού] … Dictionary of Greek
φλέω — Α 1. είμαι εντελώς γεμάτος («δωμάτων φλεόντων ὑπέρφευ», Αισχύλ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) α) «φλεῖ γέμει, εὐκαρπεῖ, πολυκαρπεῖ» β. «φλέοντας... φλυαροῦντας». [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φλέω (< *φλέFω, πρβλ. πλέω < *πλέFω, ῥέω < *ῥέFω) ανάγεται στην απαθή … Dictionary of Greek